- μεσόφρυδο
- μεσόφρυον τό межбровье, расстояние между бровями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσόφρυδο — το το μέρος του προσώπου ανάμεσα στα δύο φρύδια: Τον σημάδεψε στο μεσόφρυδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσόφρυδο — το το μεσόφρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * φρύδι] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσόφρυο — το (Α μεσόφρυον) [μέσοφρυς] το μέρος τού προσώπου που βρίσκεται πάνω από τη ρίζα τής μύτης και ανάμεσα στα δύο φρύδια, κν. μεσόφρυδο … Dictionary of Greek
Χειρουρίδες — Οικογένεια τριλοβιτών. Οι εκπρόσωποί της είχαν κεφάλι με μικρά μάτια και χονδρό, βολβοειδές μεσόφρυδο και αυλάκια στην κοιλιά που την αποτελούσαν 9–18 τμήματα εφοδιασμένα με ακανθώδεις πλευρές και μικρό πυγίδιο. Το γένος χείρουρος έζησε από την… … Dictionary of Greek